πινελιά

πινελιά
η, Ν
1. ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο σε μια επιφάνεια
2. η ποσότητα τού χρώματος που μπορεί να πάρει κανείς με το πινέλο
3. ο τρόπος με τον οποίο ένας ζωγράφος χειρίζεται το πινέλο του, η δεξιοτεχνία τού ζωγράφου
4. μτφ. ανταύγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινέλο + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πινελιά — η 1. χρωμάτισμα, μουτζούρωμα με πινέλο (λ. ιταλ.). 2. μτφ., χρωματισμός, ανταύγεια: Μενεξεδένιες πινελιές φάνηκαν στον ουρανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • μετζοτίντο — το μέθοδος χάραξης σε μεταλλική πλάκα με συστηματικό και ομοιόμορφο «τρύπημα» ολόκληρης τής επιφάνειας με αμέτρητες μικρές τρύπες, που συγκρατούν το μελάνι και κατά την εκτύπωση παράγουν μεγάλες περιοχές τονικών διαβαθμίσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… …   Dictionary of Greek

  • Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… …   Dictionary of Greek

  • Μέντσελ, Άντολφ — (Adolf Menzel, Μπρεσλάβα 1815 – Βερολίνο 1905). Γερμανός ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης. Ανέπτυξε μια προσωπική νατουραλιστική έκφραση, την οποία και χρησιμοποίησε για να απεικονίσει γεγονότα της γερμανικής ιστορίας ή για να εκφράσει με… …   Dictionary of Greek

  • Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”